ἐπιλύσεως

ἐπιλύσεως
ἐπιλύσεω̆ς , ἐπίλυσις
release from
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφύλακτος Σιμοκάττης — (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Ιστορικός. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Υπηρέτησε ως δημόσιος υπάλληλος στα χρόνια των αυτοκρατόρων Μαυρίκιου και Ηράκλειου. Έγραψε μια μελέτη με τον τίτλο Περί διαφόρων φυσικών απορημάτων και επιλύσεως αυτών, καθώς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”